- προσταχή
- προστᾰχή, ἡ,A = προσταγή, SIG707.5 (Olbia, ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσταχή — ἡ, Α (σε επιγρ.) η προσταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ τάσσω, αντί τού τ. προσ ταγή με δάσυνση τού χαρακτήρα –γ από αναλογική επίδραση (πρβλ. παθ. αόρ. ἐ τάχ θην, ενεργ. παρακμ. τέ ταχ α)] … Dictionary of Greek